ευτυχώ

ευτυχώ
(ε) αμετ.
1) быть счастливым, удачливым; благоденствовать, процветать; 2) посчастливиться, удаться; δεν ευτύχησα να τον συναντήσω мне не посчастливилось повстречать его; 3) добиваться успеха, преуспевать; ευτύχησε στο εμπόριο του он преуспел в своей коммерческой деятельности

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ευτυχώ" в других словарях:

  • ευτυχώ — ευτυχώ, ευτύχησα, ευτυχισμένος βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: ευτυχώ : η μτχ. ευτυχισμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (→ αυτός που νιώθει, δείχνει ευτυχία ή διακρίνεται για ευτυχία) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ευτυχώ — (ΑΜ εὐτυχῶ, έω) [ευτυχής] είμαι ευτυχής, ευδαιμονώ, ευημερώ, είμαι σε καλή κατάσταση (α. «ἄνθεσι Διαγόρας ἐστεφανώσατο δίς, κλεινᾷ τ ἐν Ἰσθμῷ τετράκις εὐτυχέων», Πίνδ. β. «ευτύχησε στις επιχειρήσεις του») νεοελλ. (μτχ. παθ. παρακμ.) ευτυχισμένος …   Dictionary of Greek

  • ευτυχώ — ευτύχησα, ευτυχισμένος, είμαι ευτυχής, ευημερώ, καλοπερνώ, νιώθω ευτυχισμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Εὐτυχῶ — Εὐτυχής successful masc gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτυχῶ — εὐτυχέω to be prosperous pres subj act 1st sg (attic epic doric) εὐτυχέω to be prosperous pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευτυχισμένος — η, ο βλ. ευτυχώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. παρακμ. τού ευτυχώ με κατάλ. ισμένος*, αντί ημένος] …   Dictionary of Greek

  • κατευτυχώ — κατευτυχῶ, έω (Α) (επιτ. τ. τού ευτυχώ) είμαι απολύτως ευτυχής, ευτυχώ, προκόβω, επιτυγχάνω εντελώς …   Dictionary of Greek

  • αδικοπαντρεύομαι — κάνω κακό γάμο, δεν ευτυχώ στον γάμο μου, κακοπαντρεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + παντρεύομαι] …   Dictionary of Greek

  • βιοθάλμιος — βιοθάλμιος, ον (Α) θαλερός, ακμαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + θάλλω «ακμάζω, ευτυχώ»] …   Dictionary of Greek

  • βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ …   Dictionary of Greek

  • ευ — (I) εὖ, επικ. τ. ἐΰ (Α) επίρρ. 1. καλά, ορθά, σωστά, όπως πρέπει (α. «εὖ καὶ ἐπισταμένως» καλά και έμπειρα, Ομ. Ιλ. «εὖ γὰρ σαφῶς τόδ ἴστε», Αισχύλ.) 2. κατ ευχήν, ευτυχής («ἐΰ οἴκαδ ἱκέσθαι» Ομ. Ιλ.) 3. (και με την ηθική έννοια) ευνοϊκά, φιλικά …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»